- καλαμαυλητής
- κᾰλᾰμ-αυλητής, οῦ, ὁ, = foreg., Hedyl. ap. Ath.ibid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καλαμαυλητής — καλαμαυλητής, ὁ (Α) καλαμαύλης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + αὐλητής] … Dictionary of Greek
κάλαμος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του ποταμού Μαιάνδρου και φίλος μίας των Ωρών και του Καρπού, γιου του Ζέφυρου. Όταν κάποια μέρα, ενώ κολυμπούσαν και οι τρεις στα νερά του Μαιάνδρου, ο Καρπός πνίγηκε, ο Κ. ζήτησε από τον πατέρα του vα ακολουθήσει … Dictionary of Greek